- επικοκκάστρια
- ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α)1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ.σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν»)2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού κόκκυγα, τού κούκκου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < επικοκκαστής + επίθημα -τρια. Ονοματοποιία, επίθετο τής λ. ηχώ, που κατά μία άποψη ανάγεται σε ρ. επικοκκάζω].
Dictionary of Greek. 2013.